- ποικιλμάτων
- ποίκιλμαbroidered stuffneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθετικός — ή, ό (Α ἐνθετικός, ή, όν) νεοελλ. ο κατάλληλος για ένθεση ή αυτός που γίνεται με ένθεση («ενθετική διακόσμηση» διακόσμηση που γίνεται με ένθεση, εμβολή ποικιλμάτων στην επιφάνεια επίπλων ή σκευών) αρχ. 1. ο κατάλληλος για εμφύτευση 2. ο εύκολος… … Dictionary of Greek
πέρασμα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Φλωρίνης, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας,… … Dictionary of Greek
ποίκιλμα — το, ΝΑ [ποικίλλω] 1. στολίδι, κόσμημα, πλουμίδι («πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν», Πλάτ.) νεοελλ. στον πληθ. τα ποικίλματα μουσ. ελεύθεροι ή τυποποιημένοι τρόποι άρθρωσης τού βασικού σκελετού μιας μελωδίας, που… … Dictionary of Greek